- ρητορεία
- η / ῥητορεία, ΝΑ [ῥητορεύω]η ικανότητα τού να ρητορεύει κανείς, η ρητορική τέχνηνεοελλ.1. το τρίτο είδος τού πεζού λόγου, μετά τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο οποίος περιλαμβάνει συμβουλευτικούς, δικανικούς και επιδεικτικούς ή πανηγυρικούς λόγους2. το χάρισμα τού λέγειν, η ευγλωττία3. ειρων. φλυαρία, πολυλογίααρχ.έντεχνα παρασκευασμένος λόγος («ἰδεῶν τῶν ἐν ταῑς ῥητορείαις διαλαμπουσῶν», Ισοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.